Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giusquìamo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤusˈkwiamo]

φυτό hyoscyamus niger


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giusnaturalismo giusta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giurisperito (ουσ αρσ )
giurisprudenza (θηλ.ουσ)
giurisprudenziale (επίθ.)
giurista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
giusnaturalismo (ουσ αρσ )
giusquiamo (ουσ αρσ )
giusta (πρόθ.)
giustacuore (ουσ αρσ )
giustamente (επίρ.)
giustapporre (ρ. μτβ.)
giustapposizione (θηλ.ουσ)
giustezza (θηλ.ουσ)
giustificabile (επίθ.)
giustificante (επίθ.)
giustificare (ρ. μτβ.)
giustificarsi (ρ.μ. (αντων.))
giustificativo (ουσ αρσ )
giustificativo (επίθ.)
giustificato (επίθ.)
giustificatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---