Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giustificàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤustifiˈkabile]

1 δικαιολογήσιμος
2 εύλογος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giustezza giustificante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giustacuore (ουσ αρσ )
giustamente (επίρ.)
giustapporre (ρ. μτβ.)
giustapposizione (θηλ.ουσ)
giustezza (θηλ.ουσ)
giustificabile (επίθ.)
giustificante (επίθ.)
giustificare (ρ. μτβ.)
giustificarsi (ρ.μ. (αντων.))
giustificativo (ουσ αρσ )
giustificativo (επίθ.)
giustificato (επίθ.)
giustificatorio (επίθ.)
giustificazione (θηλ.ουσ)
giustinianeo (επίθ.)
giustiniano (επίθ.)
giustizia (θηλ.ουσ)
giustiziare (ρ. μτβ.)
giustiziato (ουσ αρσ )
giustiziato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---