Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giustiziàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤustitˈtsjato]

εκτελεσμένος άνθρωπος

giustiziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤustitˈtsjato]

1 εκτελεσθείς
2 εκτελεσμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giustiziare giustiziere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giustificazione (θηλ.ουσ)
giustinianeo (επίθ.)
giustiniano (επίθ.)
giustizia (θηλ.ουσ)
giustiziare (ρ. μτβ.)
giustiziato (ουσ αρσ )
giustiziato (επίθ.)
giustiziere (ουσ αρσ )
giusto (ουσ αρσ )
giusto (επίθ.)
glabro (επίθ.)
glacé (επίθ.)
glaciale (αρσ. επίθ και ουσ)
glaciazione (θηλ.ουσ)
glaciologia (θηλ.ουσ)
glaciologo (ουσ αρσ )
gladiatore (ουσ αρσ )
gladiatorio (επίθ.)
gladiolo (ουσ αρσ )
glande (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---