Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gladìolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [glaˈdiolo]

γλαδιόλα γένους Gladiolus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gladiatorio glande  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glaciazione (θηλ.ουσ)
glaciologia (θηλ.ουσ)
glaciologo (ουσ αρσ )
gladiatore (ουσ αρσ )
gladiatorio (επίθ.)
gladiolo (ουσ αρσ )
glande (ουσ αρσ )
glandola (θηλ.ουσ)
glassa (θηλ.ουσ)
glassare (ρ. μτβ.)
glauco (αρσ. επίθ και ουσ)
glaucoma (ουσ αρσ )
gleba (θηλ.ουσ)
glene (θηλ.ουσ)
glenoidale (επίθ.)
glenoide (θηλ. επίθ και ουσ)
gli (οριστ. άρθ.)
gli (προσωπ. αντων.)
glia (θηλ.ουσ)
gliale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---