Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giustìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤusˈtittsja]

η δικαιοσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giustiniano giustiziare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


la giustizia [θηλ.] divina = η Θεία Δίκη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giustificato (επίθ.)
giustificatorio (επίθ.)
giustificazione (θηλ.ουσ)
giustinianeo (επίθ.)
giustiniano (επίθ.)
giustizia (θηλ.ουσ)
giustiziare (ρ. μτβ.)
giustiziato (ουσ αρσ )
giustiziato (επίθ.)
giustiziere (ουσ αρσ )
giusto (ουσ αρσ )
giusto (επίθ.)
glabro (επίθ.)
glacé (επίθ.)
glaciale (αρσ. επίθ και ουσ)
glaciazione (θηλ.ουσ)
glaciologia (θηλ.ουσ)
glaciologo (ουσ αρσ )
gladiatore (ουσ αρσ )
gladiatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---