Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glaciàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [glaˈʧale]

1 παγωμένος
2 ο του παγετώνα
3 παγετώδης
4 κατεψυγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glacé glaciazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giustiziere (ουσ αρσ )
giusto (ουσ αρσ )
giusto (επίθ.)
glabro (επίθ.)
glacé (επίθ.)
glaciale (αρσ. επίθ και ουσ)
glaciazione (θηλ.ουσ)
glaciologia (θηλ.ουσ)
glaciologo (ουσ αρσ )
gladiatore (ουσ αρσ )
gladiatorio (επίθ.)
gladiolo (ουσ αρσ )
glande (ουσ αρσ )
glandola (θηλ.ουσ)
glassa (θηλ.ουσ)
glassare (ρ. μτβ.)
glauco (αρσ. επίθ και ουσ)
glaucoma (ουσ αρσ )
gleba (θηλ.ουσ)
glene (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---