Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiustificatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤustifikaˈtivo] 1 δικαιολογητικό δαπάνης 2 αιτιολογικό δαπανών 3 απόδειξη αντιτίμου giustificatìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤustifikaˈtivo] 1 αιτιολογικός 2 δικαιολογητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |