Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cifràre (ρ. μτβ.) ciliègia (ουσ αρσ και θηλ.)
cifràrio (ουσ αρσ ) ciliègia (θηλ.ουσ)
cifràto (επίθ.) ciliègio (ουσ αρσ )
cifratùra (θηλ.ουσ) cilindràre (ρ. μτβ.)
cigliàto (ουσ αρσ ) cilindràsse (ουσ αρσ )
cigliàto (επίθ.) cilindràta (θηλ.ουσ)
cìglio (ουσ αρσ ) cilindratóio (ουσ αρσ )
ciglióne (ουσ αρσ ) cilindratrìce (θηλ.ουσ)
cìgna (θηλ.ουσ) cilindratùra (θηλ.ουσ)
cignàle (ουσ αρσ ) cilìndrico (επίθ.)
cìgno (ουσ αρσ ) cilìndro (ουσ αρσ )
cigolaménto (ουσ αρσ ) cilindròide (ουσ αρσ )
cigolàre (ρ.αμτβ.) cìma (θηλ.ουσ)
cigolìo (ουσ αρσ ) cimàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Cìle (ουσ αρσ ) cimàsa (θηλ.ουσ)
cilécca (θηλ.ουσ) cimàta (θηλ.ουσ)
cilèno (ουσ αρσ ) cimatóre (ουσ αρσ )
cilèno (επίθ.) cimatrìce (θηλ.ουσ)
cilestrìno (επίθ.) cimatùra (θηλ.ουσ)
cilèstro (επίθ.) cìmbalo (ουσ αρσ )
ciliàre (επίθ.) cimèlio (ουσ αρσ )
ciliàti (ουσ αρσ πληθ.) cimentàre (ρ. μτβ.)
ciliàto (αρσ. επίθ και ουσ) cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cilìcio (ουσ αρσ ) ciménto (ουσ αρσ )
ciliegéto (ουσ αρσ ) cìmice (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: