Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧima]

η κορυφή, η κορφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cilindroide cimare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


da cima a fondo = από πάνω μέχρι κάτω || in cima a = στην άκρη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cilindratrice (θηλ.ουσ)
cilindratura (θηλ.ουσ)
cilindrico (επίθ.)
cilindro (ουσ αρσ )
cilindroide (ουσ αρσ )
cima (θηλ.ουσ)
cimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cimasa (θηλ.ουσ)
cimata (θηλ.ουσ)
cimatore (ουσ αρσ )
cimatrice (θηλ.ουσ)
cimatura (θηλ.ουσ)
cimbalo (ουσ αρσ )
cimelio (ουσ αρσ )
cimentare (ρ. μτβ.)
cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---