ItalianoGreco


cimatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimaˈtore]

1 αυτός που κλαδεύει ή αποκόπτει τα περιττά
2 κλαδευτήρι
3 συσκευή κοψίματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---