ItalianoGreco


cimèlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈmɛljo]

1 τρόπαιο
2 κειμήλιο
3 κίνητρο
4 βραβείο
5 κομψοτέχνημα
6 ερείπιο
7 αντίκα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---