ItalianoGreco


cimatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimaˈtura]

1 κόψιμο με κοφτερό εργαλείο
2 χνούδι από κούρεμα
3 υπόλοιπα κλαδέματος
4 κλάδεμα
5 αποκοπή
6 κορφές κορφολογήματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---