Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cimatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimaˈtura]

1 κόψιμο με κοφτερό εργαλείο
2 χνούδι από κούρεμα
3 υπόλοιπα κλαδέματος
4 κλάδεμα
5 αποκοπή
6 κορφές κορφολογήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cimatrice cimbalo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cimasa (θηλ.ουσ)
cimata (θηλ.ουσ)
cimatore (ουσ αρσ )
cimatrice (θηλ.ουσ)
cimatura (θηλ.ουσ)
cimbalo (ουσ αρσ )
cimelio (ουσ αρσ )
cimentare (ρ. μτβ.)
cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)
cimiero (ουσ αρσ )
ciminiera (θηλ.ουσ)
cimiteriale (επίθ.)
cimitero (ουσ αρσ )
cimolo (ουσ αρσ )
cimometro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---