Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciminièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧimiˈnjɛra] 1 φουγάρο 2 καπνοδόχος εργοστασίου 3 τσιμινιέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |