ItalianoGreco


cincischiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧinʧisˈkjare]

1 γκρινιάζω
2 δαγκώνω σαν φαφούτης
3 μουρμουρίζω
4 αργώ
5 χρονοτριβώ
6 χασομερώ
7 κατακομματιάζω
8 κόβω αδέξια
9 κατακόβω
10 φτιάχνω πτυχές
11 ρυτιδώνω
12 λιανίζω

cincischiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʧinʧisˈkjarsi]

1 ρυτιδώνω
2 πτυχώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---