Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìncia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧinʧa]

παπαδίτσα (πουλί) γένους parus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinabro cinciallegra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimometro (ουσ αρσ )
cimosa (θηλ.ουσ)
cimurro (ουσ αρσ )
cina (θηλ.ουσ)
cinabro (ουσ αρσ )
cincia (θηλ.ουσ)
cinciallegra (θηλ.ουσ)
cincillà (ουσ αρσ )
cincin (ουσ αρσ )
cincinno (ουσ αρσ )
cincischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cincischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
cincischione (ουσ αρσ )
cincona (θηλ.ουσ)
cinconina (θηλ.ουσ)
cinconismo (ουσ αρσ )
cine (ουσ αρσ )
cineamatore (ουσ αρσ )
cineasta (ουσ αρσ και θηλ.)
cinecamera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---