Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcilindratùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧilindraˈtura] 1 συμπίεση με οδοστρωτήρα 2 επίστρωση με κυλίνδρους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |