Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cifratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧifraˈtura]

1 παρασημαντική (μουσική)
2 κρυπτογράφηση
3 κωδικοποίηση
4 σημειογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cifrato cigliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cifosi (θηλ.ουσ)
cifra (θηλ.ουσ)
cifrare (ρ. μτβ.)
cifrario (ουσ αρσ )
cifrato (επίθ.)
cifratura (θηλ.ουσ)
cigliato (ουσ αρσ )
cigliato (επίθ.)
ciglio (ουσ αρσ )
ciglione (ουσ αρσ )
cigna (θηλ.ουσ)
cignale (ουσ αρσ )
cigno (ουσ αρσ )
cigolamento (ουσ αρσ )
cigolare (ρ.αμτβ.)
cigolio (ουσ αρσ )
Cile (ουσ αρσ )
cilecca (θηλ.ουσ)
cileno (ουσ αρσ )
cileno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---