ItalianoGreco


cilìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈliʧo]

1 αγωνία
2 βάσανο
3 βασανιστήριο
4 ύφασμα από τρίχα
5 ρούχο από ύφασμα από τρίχα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---