Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tògliere (ρ. μτβ.) tomàio (ουσ αρσ )
togliersi (ρ.μ. (αντων.)) tómba (θηλ.ουσ)
toilette (θηλ.ουσ) tombàcco (ουσ αρσ )
Tòkio (κύρ.όν. θηλ.) tombàle (επίθ.)
tòlda (θηλ.ουσ) tombarèllo (ουσ αρσ )
tolemàico (επίθ.) tombaròlo (ουσ αρσ )
tolétta (θηλ.ουσ) tombìno (ουσ αρσ )
tolettatùra (θηλ.ουσ) tómbola (θηλ.ουσ)
tolleràbile (επίθ.) tombolàre (ρ.αμτβ.)
tollerabilità (θηλ.ουσ) tombolàta (θηλ.ουσ)
tollerabilménte (επίρ.) tómbolo (ουσ αρσ )
tollerànte (επίθ.) tombolóne (ουσ αρσ )
tollerànza (θηλ.ουσ) tombolótto (ουσ αρσ )
tolleràre (ρ. μτβ.) tomentóso (επίθ.)
Tolomèo (κύρ.όν. αρσ.) tomìsmo (ουσ αρσ )
Tolóne (κύρ.όν. θηλ.) tomìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Tolósa (κύρ.όν. θηλ.) tomìstico (επίθ.)
tolstoiàno (αρσ. επίθ και ουσ) Tommàso (κύρ.όν. αρσ.)
tolstoìsmo (ουσ αρσ ) tòmo (ουσ αρσ )
tòlto (επίθ.) tomografìa (θηλ.ουσ)
tolù (ουσ αρσ ) tònaca (θηλ.ουσ)
toluène (ουσ αρσ ) tonacèlla (θηλ.ουσ)
toluòlo (ουσ αρσ ) tonàle (επίθ.)
tomahawk (ουσ αρσ ) tonalìsmo (ουσ αρσ )
tomàia (θηλ.ουσ) tonalità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: