Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quàttro ( απόλ. αριθμ. επίθ.) quésti (επίθ.)
quattròcchi (ουσ αρσ και θηλ.) questionàre (ρ.αμτβ.)
quattrocentésco (επίθ.) questionàrio (ουσ αρσ )
quattrocentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) questióne (θηλ.ουσ)
quattrocentìsta (ουσ αρσ και θηλ.) quésto (δεικτ. επίθ.)
quattrocentìstico (επίθ.) questóre (ουσ αρσ )
quattrocènto (αρσ. επίθ και ουσ) quèstua (θηλ.ουσ)
quattrofòglie (ουσ αρσ ) questuànte (ουσ αρσ και θηλ.)
quattromìla (αρσ. επίθ και ουσ) questuànte (επίθ.)
quégli (δεικτ. αντων.) questuàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
quéi (δεικτ. αντων.) questùra (θηλ.ουσ)
quéllo (δεικτ. επίθ.) questurìno (ουσ αρσ )
quercéta (θηλ.ουσ) qui (επίρ.)
quercéto (ουσ αρσ ) quiddità (θηλ.ουσ)
quèrcia (θηλ.ουσ) quidditatìvo (επίθ.)
quercìno (επίθ.) quiescènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querciòla (θηλ.ουσ) quiescènza (θηλ.ουσ)
querèla (θηλ.ουσ) quietaménte (επίρ.)
querelànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) quietànza (θηλ.ουσ)
querelàre (ρ. μτβ.) quietanzàre (ρ. μτβ.)
querelàrsi (ρ. μ. αμτβ.) quietàre (ρ. μτβ.)
querelàto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) quiète (θηλ.ουσ)
querimònia (θηλ.ουσ) quietìsmo (ουσ αρσ )
quèrulo (επίθ.) quietìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quesìto (ουσ αρσ ) quietìstico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: