Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quietìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwjeˈtizmo]

1 παθητικότητα
2 ησυχασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quiete quietista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quietamente (επίρ.)
quietanza (θηλ.ουσ)
quietanzare (ρ. μτβ.)
quietare (ρ. μτβ.)
quiete (θηλ.ουσ)
quietismo (ουσ αρσ )
quietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quietistico (επίθ.)
quieto (επίθ.)
quinario (ουσ αρσ )
quinario (επίθ.)
quinci (επίρ.)
quinconcia (θηλ.ουσ)
quindecemvirato (ουσ αρσ )
quindi (επίρ.)
quindicennale (ουσ αρσ )
quindicennale (επίθ.)
quindicenne (ουσ αρσ )
quindicenne (θηλ.ουσ)
quindicenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---