Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόquindicènne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kwindiˈʧɛnne] δεκαπεντάχρονο αγόρι quindicènne ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kwindiˈʧɛnne] δεκαπεντάχρονη κοπέλα quindicènne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kwindiˈʧɛnne] Δεκαπεντάχρονος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |