Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quindicinàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwindiʧiˈnale]

δεκαπενθήμερη έκδοση

quindicinàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwindiʧiˈnale]

δεκαπενθήμερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quindicina quinquagenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quindicennio (ουσ αρσ )
quindicesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quindici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quindicimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quindicina (θηλ.ουσ)
quindicinale (ουσ αρσ )
quindicinale (επίθ.)
quinquagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
quinquagesima (θηλ.ουσ)
quinquagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quinquennale (αρσ. επίθ και ουσ)
quinquennio (ουσ αρσ )
quinta (θηλ.ουσ)
quintale (ουσ αρσ )
quintana (θηλ.ουσ)
quinterno (ουσ αρσ )
quintessenza (θηλ.ουσ)
quintessenziale (επίθ.)
quintetto (ουσ αρσ )
quintile (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---