Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quintìle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kwinˈtile]

πέμπτος μήνας Ρωμαὶκού έτους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quintetto quintilione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quintana (θηλ.ουσ)
quinterno (ουσ αρσ )
quintessenza (θηλ.ουσ)
quintessenziale (επίθ.)
quintetto (ουσ αρσ )
quintile (αρσ. επίθ και ουσ)
quintilione (ουσ αρσ )
quintina (θηλ.ουσ)
quintino (ουσ αρσ )
quinto (επίθ.)
quintogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
quintultimo (επίθ.)
quintuplicare (ρ. μτβ.)
quintuplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
quintuplice (επίθ.)
quintuplo (αρσ. επίθ και ουσ)
quisquilia (θηλ.ουσ)
quissimile (ουσ αρσ )
quivi (επίρ.)
quiz (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---