Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quàttro  
απόλυτο αριθμητικό επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwattro]

τέσσερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quattrino quattrocchi  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a quattro zampe = με τα τέσσερα || in quattro e quattr'otto = στο πι και φι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quattordicesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quattordici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quattrinaio (ουσ αρσ )
quattrinaio (επίθ.)
quattrino (ουσ αρσ )
quattro ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quattrocchi (ουσ αρσ και θηλ.)
quattrocentesco (επίθ.)
quattrocentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quattrocentista (ουσ αρσ και θηλ.)
quattrocentistico (επίθ.)
quattrocento (αρσ. επίθ και ουσ)
quattrofoglie (ουσ αρσ )
quattromila (αρσ. επίθ και ουσ)
quegli (δεικτ. αντων.)
quei (δεικτ. αντων.)
quello (δεικτ. επίθ.)
querceta (θηλ.ουσ)
querceto (ουσ αρσ )
quercia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---