Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quattrinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwattriˈnajo]

φιλοχρήματος άνθρωπος

quattrinàio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwattriˈnajo]

φιλοχρήματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quattordici quattrino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quattordicenne (ουσ αρσ )
quattordicenne (θηλ.ουσ)
quattordicenne (επίθ.)
quattordicesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quattordici ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quattrinaio (ουσ αρσ )
quattrinaio (επίθ.)
quattrino (ουσ αρσ )
quattro ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
quattrocchi (ουσ αρσ και θηλ.)
quattrocentesco (επίθ.)
quattrocentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
quattrocentista (ουσ αρσ και θηλ.)
quattrocentistico (επίθ.)
quattrocento (αρσ. επίθ και ουσ)
quattrofoglie (ουσ αρσ )
quattromila (αρσ. επίθ και ουσ)
quegli (δεικτ. αντων.)
quei (δεικτ. αντων.)
quello (δεικτ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---