Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quercéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kwerˈʧeto]

φυτεία με βελανιδιές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  querceta quercia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quattromila (αρσ. επίθ και ουσ)
quegli (δεικτ. αντων.)
quei (δεικτ. αντων.)
quello (δεικτ. επίθ.)
querceta (θηλ.ουσ)
querceto (ουσ αρσ )
quercia (θηλ.ουσ)
quercino (επίθ.)
querciola (θηλ.ουσ)
querela (θηλ.ουσ)
querelante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querelare (ρ. μτβ.)
querelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
querelato (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querimonia (θηλ.ουσ)
querulo (επίθ.)
quesito (ουσ αρσ )
questi (επίθ.)
questionare (ρ.αμτβ.)
questionario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---