Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


querelàto  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kwereˈlato]

κατηγορούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  querelarsi querimonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

querciola (θηλ.ουσ)
querela (θηλ.ουσ)
querelante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querelare (ρ. μτβ.)
querelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
querelato (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querimonia (θηλ.ουσ)
querulo (επίθ.)
quesito (ουσ αρσ )
questi (επίθ.)
questionare (ρ.αμτβ.)
questionario (ουσ αρσ )
questione (θηλ.ουσ)
questo (δεικτ. επίθ.)
questore (ουσ αρσ )
questua (θηλ.ουσ)
questuante (ουσ αρσ και θηλ.)
questuante (επίθ.)
questuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
questura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---