Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


querelàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kwereˈlare]

1 μηνύω
2 διώκω δικαστικά
3 ενάγω

querelàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kwereˈlarsi]

1 ολοφύρομαι
2 θρηνώ
3 ενάγω
4 οδύρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  querelante querelato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quercia (θηλ.ουσ)
quercino (επίθ.)
querciola (θηλ.ουσ)
querela (θηλ.ουσ)
querelante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querelare (ρ. μτβ.)
querelarsi (ρ. μ. αμτβ.)
querelato (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
querimonia (θηλ.ουσ)
querulo (επίθ.)
quesito (ουσ αρσ )
questi (επίθ.)
questionare (ρ.αμτβ.)
questionario (ουσ αρσ )
questione (θηλ.ουσ)
questo (δεικτ. επίθ.)
questore (ουσ αρσ )
questua (θηλ.ουσ)
questuante (ουσ αρσ και θηλ.)
questuante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---