Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quiescènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kwjeʃˈʃɛnte]

1 κοιμώμενος
2 λανθάνων
3 αδρανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quidditativo quiescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

questura (θηλ.ουσ)
questurino (ουσ αρσ )
qui (επίρ.)
quiddità (θηλ.ουσ)
quidditativo (επίθ.)
quiescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quiescenza (θηλ.ουσ)
quietamente (επίρ.)
quietanza (θηλ.ουσ)
quietanzare (ρ. μτβ.)
quietare (ρ. μτβ.)
quiete (θηλ.ουσ)
quietismo (ουσ αρσ )
quietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quietistico (επίθ.)
quieto (επίθ.)
quinario (ουσ αρσ )
quinario (επίθ.)
quinci (επίρ.)
quinconcia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---