Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quiddità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kwiddiˈta]

ουσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qui quidditativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

questuante (επίθ.)
questuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
questura (θηλ.ουσ)
questurino (ουσ αρσ )
qui (επίρ.)
quiddità (θηλ.ουσ)
quidditativo (επίθ.)
quiescente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quiescenza (θηλ.ουσ)
quietamente (επίρ.)
quietanza (θηλ.ουσ)
quietanzare (ρ. μτβ.)
quietare (ρ. μτβ.)
quiete (θηλ.ουσ)
quietismo (ουσ αρσ )
quietista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
quietistico (επίθ.)
quieto (επίθ.)
quinario (ουσ αρσ )
quinario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---