Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovviaménte (επίρ.) pàcca (θηλ.ουσ)
ovviàre, ovviàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pacchétto (ουσ αρσ )
ovvietà (θηλ.ουσ) pàcchia (θηλ.ουσ)
òvvio (επίθ.) pacchianàta (θηλ.ουσ)
oxitocìna (θηλ.ουσ) pacchianerìa (θηλ.ουσ)
ozelòt (ουσ αρσ ) pacchiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
oziàre (ρ.αμτβ.) pacciàme (ουσ αρσ )
ozieggiàre (ρ.αμτβ.) pacciùme (ουσ αρσ )
òzio (ουσ αρσ ) pàcco (ουσ αρσ )
oziosàggine (θηλ.ουσ) paccottìglia (θηλ.ουσ)
oziosaménte (επίρ.) pàce (θηλ.ουσ)
oziosità (θηλ.ουσ) pachidèrma (ουσ αρσ )
ozióso (ουσ αρσ ) pachidermìa (θηλ.ουσ)
ozióso (επίθ.) pachidèrmico (επίθ.)
ozònico (επίθ.) pacière (ουσ αρσ )
ozonizzàre (ρ. μτβ.) pacificàbile (επίθ.)
ozonizzatóre (ουσ αρσ ) pacificaménte (επίρ.)
ozonizzazióne (θηλ.ουσ) pacificaménto (ουσ αρσ )
ozòno (ουσ αρσ ) pacificàre (ρ.αμτβ.)
ozonometrìa (θηλ.ουσ) pacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
ozonòmetro (ουσ αρσ ) pacificatóre (ουσ αρσ )
ozonosfèra (θηλ.ουσ) pacificatóre (επίθ.)
pacàre (ρ. μτβ.) pacificazióne (θηλ.ουσ)
pacatézza (θηλ.ουσ) pacìfico (ουσ αρσ )
pacàto (επίθ.) pacìfico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: