Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpacificatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paʧifikaˈtore] 1 συμφιλιωτής 2 ειρηνευτής 3 ειρηνοποιός pacificatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paʧifikaˈtore] 1 συμφιλιωτικός 2 ειρηνευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |