Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pacificàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paʧifiˈkabile]

1 ειρηνεύσιμος
2 κατευνάσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paciere pacificamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pace (θηλ.ουσ)
pachiderma (ουσ αρσ )
pachidermia (θηλ.ουσ)
pachidermico (επίθ.)
paciere (ουσ αρσ )
pacificabile (επίθ.)
pacificamente (επίρ.)
pacificamento (ουσ αρσ )
pacificare (ρ.αμτβ.)
pacificarsi (ρ.μ. (αντων.))
pacificatore (ουσ αρσ )
pacificatore (επίθ.)
pacificazione (θηλ.ουσ)
pacifico (ουσ αρσ )
pacifico (επίθ.)
pacifismo (ουσ αρσ )
pacifista (ουσ αρσ και θηλ.)
pacifista (επίθ.)
pacioccone (ουσ αρσ )
pacioccone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---