Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpacìfico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈʧifiko] φιλήσυχος άνθρωπος pacìfico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paˈʧifiko] ειρηνικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαOceano [αρσ.] Pacifico = ο Ειρηνικός Ωκεανός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |