Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nitratóre (ουσ αρσ ) no (ουσ αρσ )
nitrazióne (θηλ.ουσ) no (επίρ.)
nìtrico (επίθ.) nobèlio (ουσ αρσ )
nitrificazióne (θηλ.ουσ) nobildònna (θηλ.ουσ)
nitrìle (ουσ αρσ ) nòbile (ουσ αρσ )
nitrìre (ρ.αμτβ.) nòbile (θηλ.ουσ)
nitrìto (ουσ αρσ ) nòbile (επίθ.)
nìtro (ουσ αρσ ) nobilésco (επίθ.)
nitrobattèri (ουσ αρσ ) nobiliàre (επίθ.)
nitrobenzène (ουσ αρσ ) nobilitàre (ρ. μτβ.)
nitrobenzòlo (ουσ αρσ ) nobilitarsi (ρ.μ. (αντων.))
nitrocellulósa (θηλ.ουσ) nobilitazióne (θηλ.ουσ)
nitrofosfàto (ουσ αρσ ) nobilménte (επίρ.)
nitroglicerìna (θηλ.ουσ) nobiltà (θηλ.ουσ)
nitróso (επίθ.) nobilùccio (ουσ αρσ )
nitrurazióne (θηλ.ουσ) nobilùme (ουσ αρσ )
nitrùro (ουσ αρσ ) nobiluòmo (ουσ αρσ )
nittàlope (ουσ αρσ ) nòcca (θηλ.ουσ)
nittalopìa (θηλ.ουσ) nocchière (ουσ αρσ )
nittìcora (θηλ.ουσ) nocchièro (ουσ αρσ )
nittitànte (επίθ.) nocchierùto (αρσ. επίθ και ουσ)
nittitazióne (θηλ.ουσ) nòcchio (ουσ αρσ )
nivàle (επίθ.) nocchiùto (επίθ.)
nìveo (επίθ.) nocciòla (ουσ αρσ )
nivòmetro (ουσ αρσ ) nocciòla (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: