Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nervosità (θηλ.ουσ) nettùnio (ουσ αρσ )
nervóso (ουσ αρσ ) Nettùno (ουσ αρσ )
nervóso (επίθ.) netturbìno (ουσ αρσ )
nèspola (θηλ.ουσ) nèuma (ουσ αρσ )
nespole (επιφ.) neuràle (αρσ. επίθ και ουσ)
nèspolo (ουσ αρσ ) neuràsse (ουσ αρσ )
nèsso (ουσ αρσ ) neurastenìa (θηλ.ουσ)
nessùno (επίθ.) neurastènico (αρσ. επίθ και ουσ)
nessùno (αντων.) neurectomìa (θηλ.ουσ)
nèsto (ουσ αρσ ) neurìna (θηλ.ουσ)
nèstore (ουσ αρσ ) neurìte (θηλ.ουσ)
nestorianésimo (ουσ αρσ ) nèuro (θηλ.ουσ)
nestoriàno (αρσ. επίθ και ουσ) neuroattivo (επίθ.)
nettaménte (επίρ.) neurobiologìa (θηλ.ουσ)
nettapénne (ουσ αρσ ) neurobiològico (επίθ.)
nèttare (ουσ αρσ ) neurobiòlogo (ουσ αρσ )
nettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) neurochirurgìa (θηλ.ουσ)
nettàreo (επίθ.) neurochirùrgo (ουσ αρσ )
nettàrio (ουσ αρσ ) neurodepressivo (επίθ.)
nettatóia (θηλ.ουσ) neuroendocrinologìa (θηλ.ουσ)
nettatóio (ουσ αρσ ) neuroendocrinologo (ουσ αρσ )
nettatùra (θηλ.ουσ) neurofisiologìa (θηλ.ουσ)
nettézza (θηλ.ουσ) neurolèttico (αρσ. επίθ και ουσ)
nétto (επίθ.) neurologìa (θηλ.ουσ)
nétto (επίρ.) neurològico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: