Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motofalciatrìce (θηλ.ουσ) motorizzàto (επίθ.)
motofurgóne (ουσ αρσ ) motorizzazióne (θηλ.ουσ)
motoleggèra (θηλ.ουσ) motorsailer (ουσ αρσ )
motonàuta (ουσ αρσ και θηλ.) motoscàfo (ουσ αρσ )
motonàutica (θηλ.ουσ) motoscùter (ουσ αρσ )
motonàutico (επίθ.) motoscuterìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
motonàve (θηλ.ουσ) motoséga (θηλ.ουσ)
motopallóne (ουσ αρσ ) motosilurànte (θηλ.ουσ)
motopesca (θηλ.ουσ) motoslìtta (θηλ.ουσ)
motopescheréccio (ουσ αρσ ) motóso (επίθ.)
motopómpa (θηλ.ουσ) mototorpedinièra (θηλ.ουσ)
motopropulsóre (αρσ. επίθ και ουσ) mototrazióne (θηλ.ουσ)
motoradùno (ουσ αρσ ) motovedétta (θηλ.ουσ)
motorcàravan (ουσ αρσ ) motoveìcolo (ουσ αρσ )
motóre (ουσ αρσ ) motovelièro (ουσ αρσ )
motóre (επίθ.) motovelòdromo, motovelodròmo (ουσ αρσ )
motorétta (θηλ.ουσ) motovettùra (θηλ.ουσ)
motorìno (ουσ αρσ ) motozàttera (θηλ.ουσ)
motòrio (επίθ.) motrìce (θηλ.ουσ)
motorìsmo (ουσ αρσ ) motteggiaménto (ουσ αρσ )
motorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) motteggiàre (ρ.αμτβ.)
motorìstica (θηλ.ουσ) motteggiàre (ρ. μτβ.)
motorìstico (επίθ.) motteggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
motorizzàre (ρ. μτβ.) mottéggio (ουσ αρσ )
motorizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) mottettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: