Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈtore]

ο κινητήρας, το μοτέρ

motóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈtore]

1 κινητικός
2 κινητήριος
3 μηχανοκίνητος
4 ικανός να κινήσει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motorcaravan motoretta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


albero [αρσ.] motore = ο κινητήριος άξονας || barca [θηλ.] a motore = η βάρκα με μηχανή || cofano [αρσ.] motore = η θήκη του κινητήρα || motore [αρσ.] a iniezione = ο κινητήρας ψεκασμού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motopeschereccio (ουσ αρσ )
motopompa (θηλ.ουσ)
motopropulsore (αρσ. επίθ και ουσ)
motoraduno (ουσ αρσ )
motorcaravan (ουσ αρσ )
motore (ουσ αρσ )
motore (επίθ.)
motoretta (θηλ.ουσ)
motorino (ουσ αρσ )
motorio (επίθ.)
motorismo (ουσ αρσ )
motorista (ουσ αρσ και θηλ.)
motoristica (θηλ.ουσ)
motoristico (επίθ.)
motorizzare (ρ. μτβ.)
motorizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
motorizzato (επίθ.)
motorizzazione (θηλ.ουσ)
motorsailer (ουσ αρσ )
motoscafo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---