Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motopropulsóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔtopropulˈsore]

μηχανοκίνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motopompa motoraduno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motonave (θηλ.ουσ)
motopallone (ουσ αρσ )
motopesca (θηλ.ουσ)
motopeschereccio (ουσ αρσ )
motopompa (θηλ.ουσ)
motopropulsore (αρσ. επίθ και ουσ)
motoraduno (ουσ αρσ )
motorcaravan (ουσ αρσ )
motore (ουσ αρσ )
motore (επίθ.)
motoretta (θηλ.ουσ)
motorino (ουσ αρσ )
motorio (επίθ.)
motorismo (ουσ αρσ )
motorista (ουσ αρσ και θηλ.)
motoristica (θηλ.ουσ)
motoristico (επίθ.)
motorizzare (ρ. μτβ.)
motorizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
motorizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---