Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmotoleggèra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,mɔtoledˈʤɛra] 1 μηχανάκι 2 σκούτερ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |