Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motòdromo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈtɔdromo]

πίστα αγώνων ταχύτητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motocrossista motofalciatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motocoltura (θηλ.ουσ)
motocompressore (ουσ αρσ )
motocorazzato (επίθ.)
motocross (ουσ αρσ )
motocrossista (ουσ αρσ και θηλ.)
motodromo (ουσ αρσ )
motofalciatrice (θηλ.ουσ)
motofurgone (ουσ αρσ )
motoleggera (θηλ.ουσ)
motonauta (ουσ αρσ και θηλ.)
motonautica (θηλ.ουσ)
motonautico (επίθ.)
motonave (θηλ.ουσ)
motopallone (ουσ αρσ )
motopesca (θηλ.ουσ)
motopeschereccio (ουσ αρσ )
motopompa (θηλ.ουσ)
motopropulsore (αρσ. επίθ και ουσ)
motoraduno (ουσ αρσ )
motorcaravan (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---