Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmotóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moˈtoso], [moˈtozo] 1 λασπερός 2 λασπώδης 3 γλοιώδης 4 γλιστερός 5 γλιτσιασμένος 6 παχύρρευστος 7 πηλώδης 8 βορβορώδης 9 λασπωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |