Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cutréttola (θηλ.ουσ) dàina (θηλ.ουσ)
cyclètte (θηλ.ουσ) dàino (ουσ αρσ )
da (πρόθ.) dal (έναρθ. πρόθ.)
dabbàsso (επίρ.) dàlia (θηλ.ουσ)
dabbenàggine (θηλ.ουσ) dallàto (επίρ.)
dabbène (αρσ. επίθ και ουσ) dàlmata (ουσ αρσ και θηλ.)
daccànto (επίρ.) dàlmata (επίθ.)
daccàpo (επίρ.) dalmàtica (θηλ.ουσ)
dacché (σύνδ.) dalmàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
daccordo (επίρ.) Dalmàzia (θηλ.ουσ)
dàcia (θηλ.ουσ) daltònico (ουσ αρσ )
dàda (ουσ αρσ και θηλ.) daltònico (επίθ.)
dàda (επίθ.) daltonìsmo (ουσ αρσ )
dadaìsmo (ουσ αρσ ) d'altrónde (επίρ.)
dadaìsta (ουσ αρσ και θηλ.) dàma (θηλ.ουσ)
dadaìsta (επίθ.) damàre (ρ. μτβ.)
dàdo (ουσ αρσ ) damascàre (ρ. μτβ.)
daffàre (ουσ αρσ ) damascàto (επίθ.)
dàfne (θηλ.ουσ) damascatùra (θηλ.ουσ)
dàfnia (θηλ.ουσ) damascèno (αρσ. επίθ και ουσ)
dàga (θηλ.ουσ) damaschinàre (ρ. μτβ.)
dagherrotipìa (θηλ.ουσ) damaschinatóre (ουσ αρσ )
dagherròtipo (ουσ αρσ ) damaschinatùra (θηλ.ουσ)
dàgli (επιφ.) damaschìno (αρσ. επίθ και ουσ)
dài (επιφ.) damàsco (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: