Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cyclètte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [siˈklɛt]

ποδήλατο άσκησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cutrettola da  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)
dada (ουσ αρσ και θηλ.)
dada (επίθ.)
dadaismo (ουσ αρσ )
dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---