Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cutìcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈtikola]

επιδερμίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuticagna cuticolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)
cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)
dada (ουσ αρσ και θηλ.)
dada (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---