Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdalmàtica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dalˈmatika] 1 δαλματική 2 άμφιο (είδος) 3 πολυτελής χιτώνας (επισκόπων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |