ItalianoGreco


daltònico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dalˈtɔniko]

1 πάσχων από δαλτωνισμό
2 πάσχων από αχρωματοψία

daltònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dalˈtɔniko]

ο του δαλτωνισμού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---