Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdaltonìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [daltoˈnizmo] 1 δυσχρωματοψία 2 ανερυθροψία 3 αχρωματοψία 4 δαλτωνισμός 5 αχρωματωπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |