Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


daffàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dafˈfare]

1 μονότονη δουλειά ή ρουτίνα
2 αποστολή
3 δουλειά
4 εργασία
5 ενεργητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dado dafne  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dada (επίθ.)
dadaismo (ουσ αρσ )
dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)
dado (ουσ αρσ )
daffare (ουσ αρσ )
dafne (θηλ.ουσ)
dafnia (θηλ.ουσ)
daga (θηλ.ουσ)
dagherrotipia (θηλ.ουσ)
dagherrotipo (ουσ αρσ )
dagli (επιφ.)
dài (επιφ.)
daina (θηλ.ουσ)
daino (ουσ αρσ )
dal (έναρθ. πρόθ.)
dalia (θηλ.ουσ)
dallato (επίρ.)
dalmata (ουσ αρσ και θηλ.)
dalmata (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---